Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὑπὸ ἐπιτρόπους εἶναι

  • 1 ἐπίτροπος

    ἐπίτροπ-ος, ον, (ἐπιτρέπω)
    A one to whom the charge of anything is entrusted, steward, trustee, administrator, c.gen. rei,

    τῶν ἑωυτοῦ Hdt.1.108

    ;

    τῶν οἰκίων Id.3.63

    : abs., X.Oec.12.3, D.21.78, 27.19, Ev.Luc.8.3, etc.; steward, messman, X.Cyr.4.2.35 : metaph.,

    τῶν [τοῦ Πρωταγόρου] ἐ. Pl.Tht. 165a

    .
    2 = Lat. procurator,

    Καίσαρος ἐ. Str.3.4.20

    , Plu.2.813e, etc.; ἐ. Σεβαστοῦ, -τῶν, OG1502.10 (Aezani, ii A.D.), 501.2 (Tralles, ii A.D.);

    ἐ. τῆς Ἠπείρου Arr.Epict.3.4.1

    ;

    τῶν μετάλλων OG1678.5

    (Egypt, ii A.D.), etc.
    3 governor, viceroy, οἱ ἐ. τῆς Μέμφιος, Μιλήτου ἐ., Hdt.3.27,5.30, cf. 106.
    4 executor, PPetr.3p.9, al.(iii B.C.).
    II c.gen.pers., trustee, guardian, Hdt.4.76, Th.2.80, etc.;

    ἐ. τινι παίδων Hyp.Epit.42

    : abs., Pl.Lg. 924b, etc.;

    ὑπὸ ἐπιτρόπους εἶναι Ep.Gal.4.2

    ;

    καθιστάναι ἐ. PRyl.153.18

    (ii A.D.): metaph., guardian, protector,

    θεὸς ἐ. ἐών Pi.O.1.106

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίτροπος

См. также в других словарях:

  • Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… …   Dictionary of Greek

  • Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …   Dictionary of Greek

  • Λουξεμβούργο — I Κράτος της κεντροδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με τη Γερμανία, στα Ν με τη Γαλλία, στα Δ και στα Β με το Βέλγιο.Το έδαφος του Λ. περιλαμβάνεται στα σύνορα που καθορίστηκαν το 1839, όταν η χώρα έχασε το δυτικό τμήμα της, πεδινό κατά το… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… …   Dictionary of Greek

  • Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… …   Dictionary of Greek

  • Μύκονος — Νησί (85,48 τ.χλμ.) των βορειοανατολικών Κυκλάδων, μεταξύ της Τήνου και της Νάξου. Διοικητικά ανήκει στον νομό Κυκλάδων και αποτελείται από τον δήμο Μυκόνου (9.320 κάτ.) στον οποίο υπάγονται τα δημοτικά διαμερίσματα Μυκονίων (7.929 κάτ.) και Άνω… …   Dictionary of Greek

  • Κομούνα του Παρισιού — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστές δύο ιστορικές περίοδοι της Γαλλίας, η πρώτη στη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης (1789 95) και η δεύτερη και σημαντικότερη την εποχή των μεγάλων ευρωπαϊκών κοινωνικών επαναστάσεων (1871). 1. Η δημοτική αρχή του …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»